- διιδρώσῃ
- διιδρόωtransudeaor subj mid 2nd sgδιιδρόωtransudeaor subj act 3rd sgδιιδρόωtransudefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διίδρωση — η (Α διίδρωσις) [διιδρώ] μεγάλη αφίδρωση νεοελλ. 1. δίοδος υγρού μέσα από τα πορώδη τοιχώματα ενός σώματος όπου εμφανίζεται με μορφή σταγόνων, ίδρωμα 2. ιατρ. το χύσιμο οργανικού υγρού που οφείλεται σε εσωτερική πίεση … Dictionary of Greek